- αναγνωσματοποιώ
- -ποίησα, μεταβάλλω σε δημοσιογραφικό ανάγνωσμα διάφορα επίκαιρα γεγονότα: Μερικές εφημερίδες αναγνωσματοποίησαν τα τελευταία πολιτικά γεγονότα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.